- ἀνομοίωσις
- ἀνομοίωσιςa making unlikefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνομοιώσει — ἀνομοίωσις a making unlike fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνομοιώσεϊ , ἀνομοίωσις a making unlike fem dat sg (epic) ἀνομοίωσις a making unlike fem dat sg (attic ionic) ἀνομοιόω make unlike aor subj act 3rd sg (epic) ἀνομοιόω make unlike fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομοιώσεις — ἀνομοίωσις a making unlike fem nom/voc pl (attic epic) ἀνομοίωσις a making unlike fem nom/acc pl (attic) ἀνομοιόω make unlike aor subj act 2nd sg (epic) ἀνομοιόω make unlike fut ind act 2nd sg ἀ̱νομοιώσεις , ἀνομοιόω make unlike futperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομοίωσιν — ἀνομοίωσις a making unlike fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανομοίωση — Το γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο, από δύο όμοιους ή συγγενικούς φθόγγους μιας λέξης, ο ένας αποβάλλεται ή αντικαθίσταται από άλλον συγγενικό φωνητικά φθόγγο: ρόδι αντί ρόιδι, χάδι αντί χάιδι και αδέρφια αντί αδέλφια, γλήγορα αντί γρήγορα. Άλλη … Dictionary of Greek